ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΟ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Oι τοιχογραφίες στολίζουν τα ανάκτορα και τις πολυτελέστερες ιδιωτικές κατοικίες, μένοντας πιστές στα αρχικά μινωικά τους πρότυπα. Εκτός από την προσθήκη μερικών θεμάτων εμπνευσμένων από τις δικές τους τραχύτερες και πολεμικές συνήθειες, δεν άλλαξαν το παραμικρό ούτε στην τεχνική ούτε στους τρόπους αποδόσεως των μορφών.

Η προσήλωση αυτή τους έδωσε την ακαμψία που χαρακτηρίζει κατά κανόνα την παραδοσιακή τέχνη και ανέκοψε την εξέλιξη τους, με αποτέλεσμα να μείνουν ανεπηρέαστες από την πρόοδο των αιώνων.

Για αυτούς λοιπόν τους λόγους δεν υπάρχει καμία διαφορά τεχνοτροπίας ανάμεσα στις τοιχογραφίες του τελευταίου ανακτόρου της Κνωσού και σε αυτές των ελλαδικών κέντρων, παρά τα διακόσια ή και περισσότερα χρόνια που τις χωρίζουν.

Εκτός από μερικές σπάνιες εξαιρέσεις, όπως ο μικρός αναθηματικός πίνακας και η βαμμένη ανάγλυφη γυναικεία κεφαλή των Μυκηνών, όλα τα άλλα διακοσμούν κυρίως τα μυκηναϊκά κέντρα της Θήβας, της Τίρυνθας, της Πύλου, των Μυκηνών και του Ορχομενού.

Ελάχιστα από αυτά βρέθηκαν στην αρχική τους θέση, στην επιφάνεια δηλαδή του τοίχου. Τα περισσότερα είχαν αποκολληθεί και είχαν πέσει σε διάφορα σημεία των κατεστραμμένων πλέον δωματίων ενώ άλλα είχαν αφαιρεθεί κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους για να αντικατασταθούν από νέες συνθέσεις, οι οποίες συχνά ήσαν αντίγραφα των παλαιών. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πολλές από τις τοιχογραφίες του ανακτόρου της Πύλου και το μεγαλύτερο μέρος του υλικού από την Τίρυνθα.

Παρά την ποικιλία των θεμάτων τους, οι τοιχογραφίες διακρίνονται εύκολα σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσια στα ανάκτορα των Θηβών, της Πύλου, των Μυκηνών και της Τίρυνθας, απεικονίζοντας σειρές γυναικών σε φυσικό μέγεθος, οι οποίες προχωρούν σε πομπή κρατώντας διάφορα αντικείμενα (πυξίδες, άνθη, αγγεία), προσφορές σε κάποια θεότητα. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από ποικίλες παραστάσεις εμπνευσμένες από την καθημερινή ζωή και τις ασχολίες των Μυκηναίων και περιλαμβάνει πλήθος θεμάτων σε ορισμένους συνδυασμούς. Υπάρχουν φυτά, θαλασσινά, πουλιά, ζώα, άνθρωποι , άρματα και αρχιτεκτονήματα, καθώς και ποικίλα αφηρημένα διακοσμητικά σχέδια.
Όλα αυτά, ζωγραφισμένα σε μικρό μέγεθος, συνθέτουν σκηνές πολεμικές, κυνηγιού (το κυνήγι κάπρου της Τίρυνθας), θρησκευτικές (θυσίες Πύλου) και άλλα στιγμιότυπα. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνυπάρχουν οι δύο κατηγορίες, χωρίς εμφανή σχέση μεταξύ τους, όπως ο Κιθαιρώνας με τους γύπες, στην αίθουσα του θρόνου της Πύλου.

Το σχέδιο είναι πάντοτε δισδιάστατο, χωρίς βάθος και προοπτική. Οι μορφές αποτελούν επίπεδα σχήματα σχεδιασμένα συνήθως με έντονο μαύρο περίγραμμα και γεμισμένες με αμιγές χρώμα πάνω σε μονόχρωμο φόντο. Τα πρόσωπα είναι ζωγραφισμένα πάντοτε σε κατατομή, τα μάτια τους, όμως, κατά πρόσωπο. Η δορά των ζώων και το πτέρωμα των πουλιών αποδίδεται συχνά με σταυρούς, κυματοειδής γραμμές και άλλα παραπληρωματικά κοσμήματα, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Το σχέδιό τους, όμως, έχει αρκετή φυσικότητα και κίνηση και, προπάντων, μία αξιόλογη ικανότητα στη σύλληψη της γενικής εντύπωσης που τονίζεται ιδιαίτερα, εις βάρος των λεπτομερειών. Έτσι ζωντανεύουν ακόμη και πιο άκαμπτες μορφές.

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ

Για να τοιχογραφηθεί ένα δωμάτιο απλωνόταν στους τοίχους στρώμα αργίλου, συνήθως κίτρινου χρώματος, ενισχυμένο με άχυρα. Έπειτα, αλειφόταν η αδρή και μη λεία επιφάνεια αυτού του υποστρώματος με ασβεστοκονίαμα, με δύο ή τρεις επάλληλες λεπτές και ισοπαχείς στρώσεις. Η τελευταία στρώση λειαινόταν με προσοχή και επάνω σε αυτή ζωγραφίζονταν οι τοιχογραφίες με την μέθοδο που σήμερα ονομάζεται «fresco seco», δηλαδή όχι στο νωπό ακόμη και μόλις ασβεστωμένο τοίχο αλλά στο στεγνό κονίαμα, το οποίο βρεχόταν τμηματικά και σκεπαζόταν με χρώματα διαλυμένα σε αραιό διάλυμα ασβέστη.

Το λευκό ήταν το χρώμα του ασβεστοκονιάματος. Το μαύρο έβγαινε από κάρβουνο που προερχόταν από την καύση των οστών. Το κίτρινο ήταν ώχρα απλή και το ανοιχτό κόκκινο ώχρα ψημένη. Σκόνη αιματίτη αποτελούσε το σκούρο κόκκινο, το γαλάζιο ήταν τριμμένο γυαλί ή υαλόμαζα, το πράσινο ήταν σκόνη μαλαχίτη και, τέλος, το καστανό ήταν χώμα πλούσιο σε μαγγάνιο.

Πριν χρησιμοποιήσει τα χρώματα, ο ζωγράφος χάραζε μερικές βοηθητικές γραμμές για οδηγούς του σχεδίου του. Έπειτα, ετοίμαζε το προσχέδιο, δηλαδή ένα βασικό σκίτσο των μορφών της συνθέσεώς του, με ανοιχτό κοκκινωπό ή κιτρινωπό χρώμα και κατόπιν χρωμάτιζε το φόντο. Ζωγράφιζε πρώτα το περίγραμμα, ύστερα τις λεπτομέρειες και τελευταίες τις επιφάνειες των σχημάτων του. Συνήθως έβαφε το φόντο πριν από τις μορφές, οι οποίες έμεναν έτσι λευκές. Κάπου κάπου, όμως, ις άφηνε χωρίς χρώμα και μετά την πλήρη ζωγράφισή τους. Γενικά, το φόντο εκεί που ήταν ανοιχτόχρωμο απλωνόταν πάνω σε όλη την επιφάνεια του τοίχου, εκτός από τα σημεία που έπρεπε να αφεθούν λευκά, και σκεπαζόταν κατόπιν από τα χρώματα των μορφών. Όταν, όμως, ήταν σκούρο, σταματούσε στα περιγράμματα του προσχεδίου.

Η τεχνική αυτή ενώ άφηνε στο ζωγράφο περισσότερο χρόνο και άνεση από όσο η πραγματική νωπογραφία, τον υποχρέωνε να ζωγραφίζει τον τοίχο τμηματικά, σε σχετικά μικρές επιφάνειες. Αυτό εξηγεί γιατί το φόντο αλλάζει συχνά χρώμα από μορφή σε μορφή και από σύμπλεγμα σε σύμπλεγμα.

Οι τεχνικές αυτές παρατηρήσεις εξηγούν τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας των μυκηναϊκών τοιχογραφιών. Ο καλλιτέχνης εργαζόταν κυρίως με βάση γνωστά πρότυπα, καθημερινά, αλλά και τυποποιημένα από την επανάληψη. Έτσι αποκτούσε γρήγορα οικειότητα προς τα θέματα και τον τρόπο εκτέλεσης, η οποία του επέτρεπε να εργάζεται με την ταχύτητα που απαιτούσε το υλικό του. Η ταχύτητα όμως αυτή, καθώς και η δέσμευση της δημιουργικής του φαντασίας, οδηγούσε σε μια βιαστική και συχνά απρόσεκτη απόδοση των θεμάτων, σε έντονα και όχι πολύ σταθερά περιγράμματα, καθώς και σε αφύσικες αναλογίες των μορφών. Τα γνωρίσματα αυτά ισχύουν για το σύνολο των έργων της μυκηναϊκής τέχνης. Εξαίρεση αποτελεί μόνο ένα δημιούργημα της, η παράσταση μιας γυναικείας μορφής που ανήκει στο προχωρημένο ΙΓ΄ π.Χ. αιώνα.( Εικόνα 4).

Με τη ζωντάνια και την άνεση του σχεδίου, την αβίαστη φυσικότητα των κινήσεων, την αλήθεια των χαρακτηριστικών και των αναλογιών και την λεπτότατη εργασία στην απόδοση των λεπτομερειών, η τοιχογραφία αυτή αποτελεί μια από τις ευτυχέστερες στιγμές στην εξέλιξη της τοιχογραφίας στη μυκηναϊκή αλλά και στην αρχαία γενικά Ελλάδα και κατατάσσει τον άγνωστο δημιουργό της στις μεγάλες μορφές της ιστορίας της τέχνης.


Ζώη Κατερίνα

 

t    Αρχική σελίδα Το σχολείο Ιστορικό Δραστηριότητες ΑΕΙ-ΤΕΙ Διακρίσεις Notre école  Our school  Unsere schule  u