ΤΟ ΚΩΜΙΚΟ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες απο αξιόλογους φιλόσοφους, όπως ο Νίτσε ή ο Κάντ, να οριστεί το κωμικό, η κωμωδία και η διαφορά της από την τραγωδία και το γέλιο. Οι ορισμoί αυτοί παρόλο που διαφέρουν μεταξύ τους παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία.

Η κωμωδία είναι μία μίμηση των πιο συνηθισμένων ανθρώπων, όχι όμως σε όλα τους τα ελαττώματα, αλλά σε ένα, στο κωμικό. Το κωμικό δηλαδή, είναι ένα λάθος και μια ασχήμια, ανώδυνη και αβλαβής. Προκαλείται όταν μια έντονη προσδοκία μας ξαφνικά διαψεύδεται. Η διάψευση αφορά ένα αντικείμενο που δεν μας ενδιαφέρει σοβαρά, γιατί διαφορετικά προκαλείται θλίψη και όχι ευθυμία. Στοιχείο κωμικό όμως μπορεί να αποτελέσει και κάτι μικρό και ασήμαντο, όταν του προβάλλουμε την αξίωση ότι είναι κάτι μεγάλο και γεμάτο σημασία. Ξαφνικά και απρόοπτα αποκαλύπτεται αυτό που πραγματικά είναι. Η διάψευση αυτή, προκαλεί το γέλιο. Το κωμικό δεν έχει μόνο ως αντικείμενο τη σάτιρα και τα αστεία θέματα, αλλά και και πένθιμα, ώστε να αφαιρεθεί κάπως το βάρος της καταθλίψεως από ένα θλιβερό γεγονός και να δειχθεί μια καλοκάγαθη διάθεση παρήγορης συμπόνιας στους θλιμμένους και στους πονεμένους.

Για να καταλάβουμε το γέλιο θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στο φυσικό του περιβάλλον που είναι η κοινωνία. Πρέπει προ πάντων να καθορίσουμε τη χρήσιμη λειτουργία του, που είναι μία κοινωνική λειτουργία... Σύμφωνα με τον Νίτσε γέλιο σημαίνει να είσαι χαιρέκακος, αλλά με καλή έννοια. Το γέλιο και το κωμικό μπορεί να οριστεί και ως γκροτέσκο, δηλαδή χονδροειδές (γελοίο).Το γέλιο που προκαλείται απο το γκροτέσκο κωμικό συγγενεύει με την αθώα ζωή και την απόλυτη χαρά. Ο Μποντλαίρ αποκαλεί το γκροτέσκο κωμικό «απόλυτο κωμικό», ενώ το κωμικό της ηθικής έννοιας, των ηθών, της δουλεμένης τέχνης το ονομάζει «κωμικό με σημασία». Στο γκροτέσκο κωμικό η επαλήθευση είναι το αιφνίδιο γέλιο, ενώ στο κωμικό με σημασία προστίθεται και η σημαίνουσα σκέψη. Η διασύνδεση και η μίξη των δύο ειδών δεν αποκλείεται, αντίθετα είναι κάτι το διαρκώς αναμενόμενο. Μέσα στο γκροτέσκο κωμικό γελάμε με αυτά που είναι αντικείμενο της διακωμώδησης και του περίγελου, όντας μέσα στη δίνη του και όχι αποσπασμένοι από αυτό.

Η διαφορά της κωμωδίας από την τραγωδία είναι ότι η τραγωδία θέλει να αναπαριστά τους ανθρώπους καλύτερους, ενώ η κωμωδία προβάλλει περισσότερο τα ελαττώματα τους προκαλώντας το γέλιο.

Στον ελληνικό κινηματογράφο η μετεμφυλιακή κωμωδία συνέβαλε με το παραπάνω και ποικιλότροπα, ώστε πολλά δράματα να μετατραπούν σε κωμωδίες και εν τέλει να γίνουν ανεκτά. Το κωμικό του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ήταν γκροτέσκο στον πυρήνα του. Όσα όμως περιέβαλαν αυτόν τον πυρήνα ήταν τα στοιχεία που πλησιάζουν και στο κωμικό με σημασία. Η ελληνική κωμωδία καλλιέργησε το είδος της φάρσας, ενώ της σάτιρας λιγότερο. Η θεματολογία των περισσότερων θεατρικών έργων, σε γενικές γραμμές για να λειτουργήσει χρειάζεται δύο πράγματα. Έναν ήρωα που βρίσκεται σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του και μία παρεξήγηση για να ενεργοποιήσει τη σύγκρουση. Η δυσαρμονία οφείλεται τις περισσότερες φορές σε κάποια ιδιοτυπία του χαρακτήρα, κάποιο εμφανές ελάττωμα (ο ήρωας λόγου χάρη είναι τσιγκούνης, ζηλιάρης, γκρινιάρης, προληπτικός) ή σε μία κοινωνική οπισθοδρομικότητα (γάμος ανύπαντρης αδερφής, τήρηση βεντέτας, οπισθοδρομικοί γονείς κ.τ.λ.), πράγμα που η ελληνική κωμωδία ακολούθησε πιστά.

Στις αρχές τις δεκαετίας του ’50 στο θέατρο γεννήθηκε η φαρσοκωμωδία, όρος που αρχικά χρησιμοποιήθηκε υποτιμητικά για την θεατρική κωμωδία, σύντομα όμως έγινε ταυτόσημος με τις κινηματογραφικές μεταφορές της, περιγράφοντας σχηματικά το σύνολο των ελληνικών ταινιών κωμωδίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα απο το 1947 εως το1972. Η φαρσοκωμωδία αποτύπωσε την αλλαγή της μεταπολεμικής κοινωνίας με την αμεσότητα του ευθυμογραφήματος.

Ένας άλλος τρόπος για να προκαλέσει κανείς το γέλιο είναι η σάτιρα. Η σάτιρα από την μια μεριά ξεσκεπάζει την ανοησία και από την άλλη καυτηριάζει το κακό. Κυμαίνεται ανάμεσα στο ελαφρό και στο σοβαρό, στο εντελώς ασήμαντο και στο βαριά δασκαλιστικό. Χαρακτηριστικό είδος σάτιρας αποτελεί ο Καραγκιόζης. Ο Καραγκιόζης είναι ο πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου σκιών. Το θέαμα αυτό έχει ρίζες στην εποχή της τουρκοκρατίας, έτσι ο Καραγκιόζης αναπαριστά τον Έλληνα εκείνης της εποχής. Αρχικά ο Καραγκιόζης αποτέλεσε χυδαίο και ανήθικο θέαμα, στα τέλη όμως του 19ου αιώνα απέκτησε νέα μορφή και περιεχόμενο. Αγαπήθηκε πολύ από τους Έλληνες διότι μαζί με τους «συμπρωταγωνιστές» του, και κυρίως το Χατζιαβάτη, σατίρισε ένα τρόπο ζωής με αναφορές σε όλλες τις κοινωνικές τάξεις.
Οι ήρωες του Ελληνικού θεάτρου σκιών είναι οι εξής:

1. Ο Καραγκιόζης: Είναι ο ιδανικός τύπος του φτωχού Έλληνα, του τόσο φτωχού που έχει πια απαρνηθεί κάθε ιδιωτική φροντίδα κι έχει οδηγηθεί στην εύθυμη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Είναι αγαθός, σκληρός καμμιά φορά στ'αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση ν'ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος. Δεν είναι ταπεινός, ούτε όταν δέρνεται. Το δέχεται κι αυτό σαν μια κακοτυχία του και σαν συνέπεια της κακοκεφαλιάς του, με την ίδια εύθυμη εγκαρτέρηση και το ίδιο ειρωνικό του κέφι.

2. Ο Χατζηαβάτης: Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός, κόλακας και γαλίφος, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις βρωμοδουλειές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον φίλο του ή να τον δασκαλεύει.

3. Ο Μπέης: Αντιπροσωπεύει τον εύπορο αστό και γενικά τον άνθρωπο της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Είναι καλός οικογενειάρχης, ηθικός και συνήθως δίνει παραγγελίες στον Χατζηαβάτη για διάφορες υποθέσεις του, χρησιμοποιώντας τον σαν τελάλη ή μεσίτη και ξεκινώντας μ'αυτόν τον τρόπο την πλοκή της υπόθεσης.

4. Ο Διονύσιος: Σατιρίζει τον τύπο του ξεπεσμένου αριστοκράτη από την Ζάκυνθο ή απλά του φαντασιόπληκτου ζακυνθινού που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Είναι όμως αξιοπρεπής, πολιτισμένος, αγαθός, ομιλητικός και εξαιρετικά γρήγορος στην ομιλία του όπως και οι συντοπίτες του. Ειναι καλοντυμένος, φορά ψηλό καπέλο και παρασύρεται εύκολα στις κατεργαριές του φίλου του, Καραγκιόζη.

5. Ο Εβραίος: Το όνομά του είναι Σολομών ή Σολωμός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι χαρακτήρας εμπόρου της πόλης και συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ τσιγγούνης, πονηρός και δειλός. Σαν φιγούρα είναι πολύ ευχάριστη, γιατί είναι δεμένος σε δυο μεριές και όταν χορεύει κουνιέται η μέση και το κεφάλι του σαν να είναι "ξεβιδωμένος", με αποτέλεσμα να γελάνε οι θεατές.

6. Ο Μορφονιός: Ονομάζεται Ζαχαρίας, είναι νάνος με πελώριο κεφάλι και μακριά μύτη γι'αυτό μιλάει και μ'αυτή. Είναι καλοαναθρεμμένος και πολύ λιγόψυχος, έτσι, όταν τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης λιποθυμάει.

7. Μπαρμπα - Γιώργος: Εκπροσωπεί τον βουνίσιο έλληνα, τον γνήσιο ρουμελιώτη που ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι'αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του.

8. Ο Σταύρακας: Ντυμένος κουτσαβάκικα, ο Σταύρακας, έχει θεωρία παλληκαρά αλλά συνέχεια τρώει ξύλο. Είναι ψεύτης, καυχησιάρης και ονομάζεται Σταυράκης Τζίμης από τον Περαία.

9. Ο Πασάς: Είναι ο εκπρόσωπος της τούρκικης εξουσίας και την επισημότητά του την εκδηλώνει με το σοβαρό, αυστηρό ύφος του και με τον στόμφο της ομιλίας του. Είναι επιβλητικός, με πλούσιο ντύσιμο και δεν τραγουδάει ποτέ όπως τα άλλα πρόσωπα του θιάσου επειδή θεωρείται αξιοσέβαστος

10. Ο Βεληγκέκας: Αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της δημόσιας τάξης. Είναι τουρκαλβανός στην καταγωγή, κουτός, απολίτιστος, λιγόλογος και μιλά άσχημα τα ελληνικά με ανάμικτες αρβανίτικες και τούρκικες εκφράσεις.

Μέσα στα πλαίσια της σάτιρας εντάσσεται και η γελοιογραφία. Η γελοιογραφία είναι η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προσώπου με σκοπό τον κριτικό σχολιασμό. Είναι μία παρέμβαση στην πολιτική και κοινωνική καθημερινότητα που καυτηριάζει και διακωμωδεί ένα θεσμό, μια εποχή, ένα γεγονός. Η γελοιογραφία είναι ένα αποτέλεσμα του συνδυασμού της λεζάντας με το σκίτσο, πολλοί όμως γελοιογράφοι βασίζονται περισσότερο στο σκίτσο και λιγότερο στη λεζάντα ή και το αντίστροφο. Μεγάλο όπλο, αλλά και μεγάλη δυσκολία της γελοιογραφίας είναι η έννοια του ακαριαίου, του αιφνίδιου γέλιου, καθώς και ότι πρέπει συνήθως να βρίσκεται πολύ κοντά στον παλμό της καθημερινότητας. Αγαπημένο στόχο των γελοιογράφων αποτελούσαν πάντοτε και αποτελούν οι διασημότητες. Τα κόμικς, όπως του Αρκά για παράδειγμα δεν είναι παρά μία σύγχρονη εκδοχή της γελοιογραφίας. Έχουν κυρίως αμερικανική προέλευση, αλλά δεν συνδέονται με την καθημερινότητα. Μείζων Έλληνας γελοιογράφος είναι ο Φωκίων Δημητριάδης, ο οποίος συνεργάστηκε επί σειρά ετών στα «Νέα». Η κλασική λαϊκή γελοιογραφία εκπροσωπείται από τον Αρχέλαο, τον Παυλίδη και τον Πολενάκη οι οποίοι συνήθως ή έχουν γενικά θέματα ή χειρίζονται ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.

Ένα ιδιαίτερο είδος της λογοτεχνίας που προκαλεί το γέλιο είναι το ευθυμογράφημα. Πρόκειται για ένα χιουμοριστικό γραπτό είδος, άλλοτε απλό, έξυπνο, ευχάριστο, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις περιεχομένου και ύφους και άλλοτε με αληθινή λογοτεχνική αξία. Η ευθυμογραφία πήρε μια ιδιαίτερη μορφή στην Αγγλία, τον «χιουμορισμό». Παρουσιάζεται σε εφημερίδες και σε περιοδικά και είναι συνήθως μικρής έκτασης. Πραγματεύεται, σχολιάζει και σαρκάζει την επικαιρότητα, γι’ αυτό και πολλές φορές το συγχέουν με το χρονογράφημα. Πολλοί μεγάλοι στυλίστες, δηλαδή με προσωπικό ύφος γραφής, Έλληνες ευθυμογράφοι είναι ο Εμμανουήλ Ροίδης, ο Μπάμπης Άννινος, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Δημήτρης Γιαννουκάκης, ο Νίκος Τσιφόρος, ο Δημήτρης Ψαθάς και ο Φρέντυ Γερμανός.

Από την σύντομη επισκόπηση των τρόπων με τους οποίους προκαλείται το γέλιο, άλλοτε βλέποντας ένα κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο και άλλοτε διαβάζοντας ένα ευθυμογράφημα ή μια γελοιογραφία μπορούμε όλοι να αναπαράγουμε την αίσθηση που μας προκάλεσε και να αποτυπώσουμε τη σημασία του.

Δεν είναι μόνο ότι το «γέλιο ομορφαίνει τη ζωή», όπως λέει ο λαός. Πολύ περισσότερο απ’ αυτό μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι το γέλιο οξύνει το πνεύμα, διευρύνει τις αισθήσεις, αμβλύνει τα πάθη και τις εντάσεις της καθημερινότητας, διακωμωδεί και τελικά μειώνει το «κακό». Αυτή είναι και η κοινωνική σημασία του γέλιου, γιατί το γέλιο και το κωμικό δεν είναι παρά μια φιλοσοφική θεώρηση της ζωής.

Νικολουτσόπουλος Δημήτρης

 

 

t    Αρχική σελίδα Το σχολείο Ιστορικό Δραστηριότητες ΑΕΙ-ΤΕΙ Διακρίσεις Notre école  Our school  Unsere schule u